- παρατρέφω
- ΝΜΑνεοελλ.τρέφω κάποιον ή κάτι υπέρμετρα, υπερβολικά, τρέφω πάρα πολύμσν.-αρχ.1. παθ. α) (για πρόσ.) τρέφομαι ή ανατρέφομαι από κάποιον («ἦσαν δὲ οὗτοι τῶν ἐπ' οὐδενὶ χρησίμῳ πάλαι ἀνατρεφομένων», Συνέσ.)β) τρέφομαι ματαίως, ανωφελώς («τότε ύβρίζεσθαι δοκοῡντες, ὅτι μάτην παρατρέφονται», Πλούτ.)γ) (για δούλους) ανατρέφομαι μαζί με τα παιδιά κάποιουδ) (για παλλακίδες) τρέφομαι μαζί με τις νόμιμες γυναίκεςε) ανατρέφομαι, εκπαιδεύομαι, μορφώνομαι επιπόλαια2. ανατρέφω με όμοιο τρόπο3. συντηρώ, διατηρώ επιπλέον («καὶ παρατρέφουσι κήρυκα καὶ ἀθλητήν», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.